Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Η εποχή που η Μαρκέτα δε χώνευε τη πεθερά της

 























"Κάποτε η μητέρα ζητούσε να ξέρει τα πάντα για το γιο της και θύμωνε όταν ο γιος συνέχιζε να κρατά τα μυστικά της ζωής του. Θελήσανε λοιπόν αυτή τη φορά να της δώσουνε χαρά κι άρχισαν να της μιλάνε για το τι κάνουν, τι τους συνέβη, τι σκέφτονταν. Παρατήρησαν όμως γρήγορα ότι η μητέρα τους ακούει από ευγένεια και στις διηγήσεις τους αυτή ανακατώνει το σκυλάκι της, που το άφησε τώρα που λείπει να το προσέχει ο γείτονας.
     Παλιά θα το θεωρούσε ο Κάρελ αυτό εγωκεντρισμό ή μικροπρέπεια, αλλά σήμερα ήξερε πως δεν είναι έτσι. Πέρασε περισσότερος χρόνος απ' όσο πίστευαν. Η μητέρα παραιτήθηκε απ' τη στραταρχική ράβδο του μητριαρχικού της ρόλου και μεταπήδησε σε έναν κόσμο διαφορετικό. Σ' ένα περίπατο που πήγανε τώρα σηκώθηκε θύελλα. Τη κρατούσαν απ' τις μασχάλες, ένας από δω κι άλλος από κει κι έπρεπε στη κυριολεξία να τη κουβαλούνε γιατί ο άνεμος θα την έπαιρνε σα φτερό. Ο Κάρελ συγκινημένος ένιωθε στα χέρια του το ασήμαντο βάρος της και κατάλαβε πως η μητέρα ανήκει πια σε μιαν αυτοκρατορία μ' άλλες υπάρξεις: πιο μικρές, πιο ελαφρές έτοιμες να σκορπιστούνε στον κάθε άνεμο σα φτερά.
.......
  -«Ξέρεις, Κάρελ, ποια μου θυμίζει η ξαδέρφη σας; Τη Νόρα»!
     Ο Κάρελ κοίταξε την Εύα και δε μπορούσε να πιστέψει πως ακούει καλά:
 -«Τη Νόρα; Τη κυρία Νόρα;»
     Θυμήθηκε απ' τα παιδικά του χρόνια τη φίλη της μητέρας. Ήταν μια εκθαμβωτικά όμορφη γυναίκα, ψηλή, με υπέροχο πρόσωπο πριγκίπισσας. Ο Κάρελ δε τη συμπαθούσε γιατί ήταν αυστηρή και απρόσιτη, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Τί ομοιότητα υπάρχει, προς Θεού, ανάμεσα σ’ αυτήν και την χαρούμενη Εύα;
 -«Ναι!», συνέχισε η μητέρα. «Τη Νόρα! Μόνο κοίτα την! Αυτή η κορμοστασιά. Το βάδισμα. Το πρόσωπό της»!
 -«Για σήκω λίγο, Εύα», είπε ο Κάρελ.
     Η Εύα φοβόταν να σηκωθεί γιατί δεν ήτανε σίγουρη αν η κοντή νυχτικιά κρύβει αρκετά τ' απόκρυφά της. Αλλά ο Κάρελ τη πίεσε τόσον ώστε τελικά έπρεπε να υπακούσει. Σηκώθηκε και τα κατεβασμένα της χέρια τραβούσαν τη νυχτικιά προς τα κάτω. Ο Κάρελ τη περιεργαζόταν έντονα και ξαφνικά του φάνηκε πως πραγματικά μοιάζει της Νόρας. Αυτή η ομοιότητα ήταν απόμακρη, δύσκολα θα τη συλλάβει κανείς, εμφανιζόταν μόνο σε στιγμιαίες αστραπές που αμέσως έσβηναν, αλλά που ήθελε ο Κάρελ να τις παρατείνει, γιατί ποθούσε να δει στην Εύα την όμορφη κυρία Νόρα όσο γινόταν πιο πολύ.
 -«Γύρισε από πίσω», τη πρόσταξε.
     Η Εύα δεν ήθελε να γυρίσει, γιατί συνέχεια σκεφτότανε πως κάτω απ' τη νυχτικιά είναι γυμνή. Αλλά ο Κάρελ επέμενε, σε βαθμό που κι η μητέρα άρχισε να διαμαρτύρεται:
 -«Δε μπορείς λοιπόν, να μετατρέψεις τη δεσποινίδα με τα παραγγέλματά σου σε στρατιώτη!»
 -«Όχι, όχι θέλω να γυρίσει να τη δω από πίσω», επέμενε ο Κάρελ κι η Εύα επιτέλους υπάκουσε.
     Ας μη ξεχνάμε ότι η μητέρα έβλεπε πολύ άσχημα. Τα οριοθετήματα τα έπαιρνε για χωριουδάκι, την Εύα την παρομοίαζε με την κυρία Νόρα. Αλλά έφτανε κι ο ίδιος να κλείσει τα μάτια και θα μπορούσε εξίσου εύκολα να θεωρήσει τα οριοθετήματα για σπίτια. Μήπως άλλωστε δεν θαύμαζε όλη την εβδομάδα την προοπτική της μητέρας του; Έκλεισε λοιπόν τα μάτια κι είδε μπροστά του αντί για την Εύα την πανέμορφη φίλη της μάνας του.
     Είχε από αυτήν τη γυναίκα μιαν αξέχαστη και μυστική ανάμνηση. Ήταν περίπου τεσσάρων ετών, η μητέρα του μ’ αυτόν και τη Νόρα βρίσκονταν σε κάτι λουτρά (ιδέα δεν είχε πού ακριβώς ήταν) κι αυτός έπρεπε να τις περιμένει στα άδεια αποδυτήρια. Έστεκε εκεί υπομονετικά εγκαταλελειμμένος ανάμεσα στα κρεμασμένα γυναικεία ρούχα. Κάποια στιγμή μπήκε στην αίθουσα μια ψηλή, υπέροχη, γυμνή γυναίκα, γύρισε στο παιδί την πλάτη κι άπλωσε το χέρι στο κρεμαστάρι του τοίχου, όπου κρεμόταν το μαγιό της. Ήταν η Νόρα.
     Ποτέ δεν έχασε από τη μνήμη του την εικόνα αυτού του τεντωμένου γυμνού κορμιού. Ήταν μικρούλης, το κοιτούσε από κάτω σα συμμαζεμένος βάτραχος, σα να κοιτούσε σήμερα κάποιο πανύψηλο, πέντε μέτρα, άγαλμα. Ήταν τρομερά κοντά του κι όμως ήταν απέραντα μακριά. Δυο φορές μακριά του. Μακριά στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό το σώμα από πάνω του ορθωνόταν στα ύψη και χωριζόταν απ’ αυτόν με μια απροσδιόριστη χρονική έκταση. Αυτή η διπλή απόσταση προκάλεσε στο τετράχρονο αγόρι ίλιγγο. Ένιωσε τώρα μέσα του ξανά μιαν απέραντη ένταση.
     Κοιτούσε την Εύα (στεκόταν συνέχεια με την πλάτη γυρισμένη) κι έβλεπε την κυρία Νόρα. Ήταν τώρα μακριά της μόλις δυο μέτρα κι ένα ή δύο λεπτά.
 -«Μητέρα», είπε, «έκανες πολύ καλά που 'ρθες και κουβέντιασες μαζί μας. Τα κορίτσια όμως τώρα θέλουνε πια να κοιμηθούν».
     Η μητέρα σεμνά κι υπάκουα έφυγε για το δωματιάκι της κι αυτός αμέσως διηγήθηκε στις δυο γυναίκες την ανάμνηση που είχε από τη κυρία Νόρα. Κάθισε μπρος στην Εύα και τη γύρισε πάλι από πίσω για να μπορέσει με τα μάτια να διαβεί στα χνάρια εκείνου του παλιού αγορίστικου οράματος.
     Η κούραση έφυγε αμέσως. Τη ξάπλωσε στο πάτωμα. Ήτανε ξαπλωμένη μπρούμυτα, αυτός καθόταν δίπλα στις φτέρνες, γλιστρούσε πάλι με το βλέμμα στα πόδια της από κάτω προς τα πάνω ως τις εξαίσιες καμπύλες των πισινών της και κατόπιν όρμησε πάνω της κι έκανε έρωτα μαζί της.
     Κι ήταν αυτό το πήδημα πάνω στο σώμα της σαν ένα πήδημα στον απέραντο χρόνο, πήδημα αγοριού που περνά απ' τη παιδική στην αντρική ηλικία. Κι όταν μετά κουνιότανε πάνω της, μπρος και πίσω, του φαινότανε πως συνέχεια αντιγράφει αυτή τη κίνηση απ' τη παιδική ηλικία στην ωριμότητα και πάλι πίσω, κίνηση του αγοριού που ανήμπορα κοιτά το τεράστιο σώμα της γυναίκας, του άντρα που το σώμα αυτό το κλείνει σφιχτά μες στα χέρια του και το δαμάζει. Αυτή η κίνηση που συνήθως δε ξεπερνά τα δεκαπέντε εκατοστά, ήταν μακριά σα τρεις δεκαετίες".


Από το ''Βιβλίο του γέλιου και της λήθης'' του Μ.Κούντερα και τις εκδόσεις Οδυσσέας σε μτφ. Ανδρέα Τσακάλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: