Το υπέροχο πραγματικά κείμενο που ακολουθεί, με την ''γλυκειά'' αποδομητική ματιά, είναι απόσπασμα από ένα άρθρο του Μίλαν Κούντερα, το οποίο γράφτηκε το 1968, στους μήνες μετά τη σοβιετική εισβολή, και δημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό «Listy». Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα στην περιοδική επιθεώρηση «Lettera Internazionale».
Ηταν 24 Αυγούστου και βρισκόμουν στο σπίτι του πατέρα ενός φίλου μου. Από μακριά άκουγα πυροβολισμούς, στο τραπέζι υπήρχε ένα ραδιόφωνο ανοιχτό. Κι εγώ κοιτούσα αφηρημένα την παλιά βιβλιοθήκη του σπιτιού, ώσπου τελικά πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο γραμμένο το 1633 από τον Πάβελ Στράνσκι: «Για το τσέχικο κράτος». Και διάβασα:
«Αν ρωτήσουν έναν ειδικό για τα τσέχικα ζητήματα αν η τσέχικη χώρα είναι σύμμαχος της γερμανικής αυτοκρατορίας από συμφωνημένη επιλογή ή είναι μια φεουδαλική και υποτελής χώρα, αυτός θα υποστηρίξει με σταθερότητα ότι η τσέχικη χώρα είναι φίλη μάλλον των Γερμανών, ενωμένη μαζί τους με μια παλαιότατη συμμαχία, παρά υποτελής τους ή προστατευόμενή τους».
Οι πυροβολισμοί έξω από τα παράθυρα επανέφεραν την προσοχή μου στην παρούσα στιγμή, ενώ οι φράσεις του Πάβελ Στράνσκι με έσπρωχναν στην αγκαλιά της τσέχικης ιστορίας, παραπέμποντάς με ξανά στην άπειρη απόστασή της, προειδοποιώντας με όμως ότι συνεχίζουμε να ζούμε πάντοτε την ίδια εθνική ιστορία, με την «αιώνια» προβληματική της, με την αδιάκοπη σύγκρουση μεταξύ συμμαχίας και κυριαρχίας, με μια κυριαρχία που αναζητείται διαρκώς αλλά δεν κατακτιέται και με τη συνεχή πάλη για την κατάκτησή της, και ότι επομένως οι πυροβολισμοί που άκουγα δεν ήταν μόνο ένας κεραυνός εν αιθρία, ένα σοκ, ένας παραλογισμός. Με αυτούς τους πυροβολισμούς δεν γινόταν τίποτε άλλο από το να υλοποιείται άλλη μία φορά το πανάρχαιο τσέχικο πεπρωμένο.
Αυτός ο Αύγουστος έριξε ένα νέο φως σε όλη μας την ιστορία. Γιατί υπάρχει η δόξα των κατακτητών και υπάρχει η δόξα εκείνων που, στην ιστορία τους, ποτέ δεν υπήρξαν κατακτητές. Υπάρχει η υπεροψία των εθνών που δοξάζονται για τις εκστρατείες των Ναπολεόντων τους και των Σουβόροφ τους και υπάρχει η υπερηφάνεια των εθνών που δεν έχουν ποτέ εξαγάγει αυτή την αγριότητα. Υπάρχει η νοοτροπία των υπερδυνάμεων και υπάρχει η νοοτροπία των μικρών εθνών. Ενα μεγάλο έθνος βλέπει την ύπαρξή του και τη διεθνή σημασία του να είναι αυτόματα εγγυημένες από τον απλό αριθμό των κατοίκων του.
Ενα μικρό έθνος, όμως, αν έχει κάποια σημασία στον κόσμο, οφείλει να την αναδημιουργεί καθημερινά και αδιάκοπα. Από τη στιγμή που παύει να δημιουργεί αξίες, χάνει τη νομιμότητα της ύπαρξής του και τελικά ίσως να πάψει και να υπάρχει, επειδή είναι εύθραυστο και μπορεί να καταστραφεί. Σε αυτό η δημιουργία αξιών συνδέεται με το ζήτημα της ύπαρξης και αυτός είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο η (πολιτιστική και οικονομική) δημιουργία, συνήθως, στα μικρά έθνη (ίσως με αφετηρία ήδη τις αρχαίες ελληνικές πόλεις) είναι πολύ πιο έντονη από όσο είναι στις μεγάλες αυτοκρατορίες.
Η συνείδηση του μεγαλείου, της ποσότητας, της ανθεκτικότητας διαπερνά εξ ολοκλήρου τα συναισθήματα των μεγάλων εθνών. Ολα έχουν μέσα τους ένα μέρος από εκείνη την «υπεροψία της ποσότητας», όλα έχουν την τάση να βλέπουν στο μεγαλείο τους έναν προορισμό για τη σωτηρία του κόσμου, όλα τείνουν να ταυτίζουν τον εαυτό τους με τον κόσμο, την κουλτούρα τους με την κουλτούρα του κόσμου, και γι' αυτό συνήθως είναι εξωστρεφή στην πολιτική (προσανατολισμένα προς τις μακρινές σφαίρες την επιρροή τους) αλλά ταυτόχρονα πολύ εγωκεντρικά σε ό,τι αφορά την κουλτούρα. Αχ, φτωχά μικρά έθνη! Η πόρτα που ανοίγεται στην ανθρωπότητα είναι στενή και σεις περνάτε με δυσκολία από αυτήν.
Πιστεύω στη μεγάλη ιστορική αποστολή των μικρών εθνών στο σημερινό κόσμο, ο οποίος έχει εγκαταλειφθεί στο έλεος υπερδυνάμεων που επιθυμούν να τον ευθυγραμμίσουν και να τον ισοπεδώσουν στα δικά τους μέτρα. Τα μικρά έθνη, αναζητώντας και θεμελιώνοντας διαρκώς τη φυσιογνωμία τους, παλεύοντας για τις ιδιαιτερότητές τους, ενδιαφέρονται ταυτόχρονα ώστε ολόκληρος ο γήινος πλανήτης να αντισταθεί στις τρομερές επιρροές προς την ομοιομορφία, να λάμψει η ποικιλία των παραδόσεων και των τρόπων ζωής, μέσα στην οποία η ανθρώπινη ατομικότητα, το θαυμαστό και η μοναδικότητα μπορούν να βρουν φιλοξενία.
Ναι, είμαι πεισμένος για την αποστολή των μικρών εθνών. Είμαι πεισμένος ότι ένας κόσμος στον οποίο η φωνή των Γουατεμαλέζων, των Εσθονών, των Βιετναμέζων ή των Δανών θα ακούγεται όσο εκείνη των Αμερικανών, των Κινέζων ή των Ρώσων, θα ήταν ένας κόσμος καλύτερος και λιγότερο θλιμμένος. Γνωρίζω, ωστόσο, ότι για τα μικρά έθνη αυτό είναι δύσκολο και επίφοβο. Αυτά έχουν τις δικές τους περιόδους που βρίσκονται σε λήθαργο και, διαφορετικά από τα μεγάλα έθνη, κάθε δική τους νάρκωση συνεπάγεται τον κίνδυνο να μην ξυπνήσουν.
Η σκέψη ότι και το τσέχικο έθνος διαλύεται ξανά, αποφασίζοντας αν θα ζει ή θα πορεύεται όπως όπως, αν θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει, μου επιβλήθηκε ανήσυχα πριν από μερικά χρόνια, όταν αντιλήφθηκα το πώς μια ελάχιστα φωτισμένη πολιτική κατέπνιγε την τσέχικη ζωή και έκανε την τσέχικη κουλτούρα να ξεπέφτει στο ασήμαντο επίπεδο μιας ευρωπαϊκής επαρχίας. Μου ξανάρθε στο νου το διορατικό ερώτημα του Σάουερ: άξιζε αληθινά τον κόπο να επανατοποθετήσουμε το μικρό μας έθνος στο κέντρο της Ευρώπης; Ποιες αξίες κομίζει και προτίθεται να συνεισφέρει στην ανθρωπότητα;
Οταν διατύπωσα αυτό το ερώτημα, το καλοκαίρι του 1967, από το βήμα του Συνεδρίου των συγγραφέων, δεν φανταζόμουν με πόση δραματική ένταση θα απαντούσε ολόκληρη η Τσεχοσλοβακία την επόμενη χρονιά. Η προσπάθεια να δημιουργήσουν τελικά (και πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία του) ένα σοσιαλισμό χωρίς την παντοδυναμία της μυστικής αστυνομίας, με την ελευθερία του γραπτού και προφορικού λόγου, με μια κοινή γνώμη που θα εισακούεται και με μια πολιτική που θα βασίζεται σε αυτήν, με μια σύγχρονη κουλτούρα που θα αναπτύσσεται ελεύθερα και με ανθρώπους επιτέλους ελεύθερους από το φόβο, υπήρξε μια προσπάθεια με την οποία οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι, πρώτη φορά από το τέλος του Μεσαίωνα, τοποθετήθηκαν ξανά στο κέντρο της ιστορίας και απηύθυναν στον κόσμο τη δική τους έκκληση. Αυτή η έκκληση δεν βασιζόταν σε μιαν υποτιθέμενη θέληση των Τσεχοσλοβάκων να αντικαταστήσουν το υπάρχον μοντέλο σοσιαλισμού με ένα άλλο μοντέλο εξίσου αυταρχικό και έτοιμο προς εξαγωγή. Ενας τέτοιος μεσσιανισμός είναι ξένος προς τη νοοτροπία ενός μικρού έθνους.
Το νόημα της τσεχοσλοβάκικης έκκλησης βρισκόταν σε κάτι άλλο: στο να δείξει πόσες πελώριες δημοκρατικές δυνατότητες έχουν μέχρι τώρα παραγνωριστεί στο σοσιαλιστικό κοινωνικό πρόγραμμα και να δείξει ότι αυτές οι δυνατότητες μπορούν να αναπτυχθούν μόνον αν απελευθερωθεί πλήρως η πολιτική πρωτοτυπία κάθε ξεχωριστού έθνους.
Η τσεχοσλοβάκικη έκκληση συνεχίζει να είναι έγκυρη. Χωρίς αυτήν ο 20ός αιώνας δεν θα ήταν πλέον ο 20ός αιώνας. Χωρίς αυτήν ο κόσμος του αύριο θα ήταν ένας κόσμος διαφορετικός από εκείνον που θα υπάρξει. Το νόημα της νέας τσεχοσλοβάκικης πολιτικής είχε μιαν υπερβολικά μεγάλη εμβέλεια για να μη συναντήσει αντιστάσεις. Η σύγκρουση φυσικά υπήρξε σκληρότερη από όσο είχαμε φανταστεί και η δοκιμασία μέσα από την οποία πέρασε η νέα πολιτική υπήρξε τρομερή. Αλλά εγώ αρνούμαι να την αποκαλέσω εθνική καταστροφή, όπως την αποκαλεί τώρα γενικά η μάλλον παραπονιάρικη κοινή μας γνώμη. Τολμώ μάλιστα να πω, παρά τη γνώμη που επικρατεί τώρα, ότι ίσως το νόημα του τσεχοσλοβάκικου φθινοπώρου είναι ανώτερο ακόμα και από το νόημα της τσεχοσλοβάκικης Ανοιξης. Συνέβη, πράγματι, κάτι που κανείς δεν περίμενε. Η νέα πολιτική άντεξε στην τρομερή σύγκρουση.
Εκανε ένα βήμα προς τα πίσω, είναι αλήθεια, αλλά δεν αποδιοργανώθηκε. Δεν επανέφερε το αστυνομικό καθεστώς. Δεν αποδέχθηκε το δογματικό αλυσοδέσιμο της διανοητικής ζωής, δεν απαρνήθηκε τον εαυτό της, δεν πρόδωσε τις αρχές της, δεν έχασε τους ανθρώπους της. Οχι μόνο δεν έχασε την υποστήριξη της κοινής γνώμης, αλλά ακριβώς τη στιγμή που υπήρχε ένας θανάσιμος κίνδυνος την ακολούθησε ολόκληρο το έθνος, στο βαθμό που ήταν εσωτερικά ισχυρότερη από όσο ήταν πριν από τον Αύγουστο. Και ακόμα: αν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι οφείλουν να λογαριάζουν τις δυνατότητες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, ευρείς τομείς του έθνους, και ιδίως οι νέοι, διατηρούν μέσα τους, σε όλη την αδιάλλακτη ακεραιότητά της, τη συνείδηση των στόχων που τέθηκαν πριν από τον Αύγουστο. Και σε αυτό υπάρχει μια πελώρια ελπίδα για το μέλλον. Οχι μόνο για το μακρινό μέλλον αλλά και για το κοντινό.
Τι θα συμβεί, όμως, αν η νέα πολιτική συνεχίσει να κάνει βήματα προς τα πίσω ώς το σημείο να γίνει, χωρίς καν να το αντιληφθούμε, μια παλιά πολιτική; Τι θα συμβεί αν η διακηρυγμένη προσωρινότητα του βήματος προς τα πίσω γίνει μια προσωρινότητα δεκαετιών;
Είναι προφανές ότι από καμιά πλευρά δεν είναι εγγυημένο ότι το 1968 στο μέλλον δεν θα καταστραφεί ή θα ματαιωθεί. Αλλά ένα πρόσωπο ή γενικά η ανθρωπότητα είχαν ποτέ εγγυήσεις; Είχε ποτέ εγγυήσεις το τσέχικο έθνος, το οποίο καταδικάστηκε, για να θυμηθούμε ξανά τον Πάβελ Στράνσκι, να ζει σε φιλία με το λιοντάρι; Μήπως δεν είναι αιώνες τώρα που αυτό το έθνος βαδίζει στον αβέβαιο δρόμο μεταξύ κυριαρχίας και υποταγής, μεταξύ οικουμενικότητας και επαρχιωτισμού, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας; (...)
Στον τσέχικο πατριωτισμό θαύμαζα πάντοτε την απλότητα του βλέμματος. Ηδη οι πατριώτες της εποχής του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία αντιλαμβάνονταν όλα τα μειονεκτήματα που πήγαζαν από τη μοίρα τού να είνα κανείς Τσέχος και κατανοούσαν ότι η αφύπνιση του τσέχικου έθνους δεν ήταν μόνο ένα καθήκον αλλά ήταν και ένα πρόβλημα.
Ο πιο μεγάλος τσέχος πατριώτης, ο Μάζαρικ, άρχισε τη διαδρομή του καταστρέφοντας τους πατριωτικούς μύθους και τις αυταπάτες. Στις ρίζες του τσέχικου πατριωτισμού δεν υπάρχει ο φανατισμός αλλά το κριτικό πνεύμα και αυτό είναι που θαυμάζω από το έθνος μου και που με κάνει να το αγαπάω.
Μόνο που το τσέχικο κριτικό πνεύμα σήμερα έχει δύο μορφές. Στη μια γίνεται ένα ελάττωμα που αρνείται κάθε ελπίδα και αποδέχεται όλη την απελπισία. Είναι το πνεύμα των αδύναμων, που έχει εκφυλιστεί σε απλό και καθαρό πεσιμισμό, ο οποίος αποτελεί το ιδεώδες κλίμα για την προετοιμασία της ήττας. Υπάρχει έπειτα το αληθινό κριτικό πνεύμα, που ξέρει να αποκαλύπτει τις αυταπάτες και τις υποτιθέμενες βεβαιότητες, αλλά ταυτόχρονα έχει μιαν εξαιρετική αυτοπεποίθηση, επειδή γνωρίζει ότι είναι μια δύναμη, μια αξία, μια ισχυρή βάση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί το μέλλον.
Αυτή η κριτική ικανότητα που πρώτα υποκίνησε την τσεχοσλοβάκικη Ανοιξη κι έπειτα, το φθινόπωρο, αντιστάθηκε στις επιθέσεις του ψεύδους και του ανορθολογισμού, δεν είναι η ιδιότητα μιας ελίτ, αλλά, όπως αποδείχθηκε, είναι η πιο μεγάλη αρετή ολόκληρου του έθνους. Ενα έθνος που έχει αυτό το χάρισμα έχει κάθε δικαίωμα να μπαίνει στις αβεβαιότητες του προσεχούς έτους με πλήρη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Στα τέλη του 1968 έχει αυτό το δικαίωμα περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Πηγή : www.enet.gr (από τον Θ.Γιαλκέτση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου