Το πλήθος ήταν ρωμαλέο, προσηλωμένο και ζωηρό στην πρόσφατη συναυλία τζαζ στο Ουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν, και οι περισσότεροι ακροατές φαίνονταν να είναι εικοσάρηδες ή τριαντάρηδες – περίπου στην ίδια ηλικία με τα μέλη της μπάντας. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε βραδιά στη σκηνή των τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης, αν και η περιγραφή ίσως να διέφερε, ανάλογα με την πηγή. Τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς οι αναμνηστικές εκδηλώσεις για το Γούντστοκ έφταναν στο ζενίθ τους, ο κόσμος της τζαζ είχε πληγεί από ένα είδος πανικόβλητης νοσταλγίας. Την πυροδότησε ένα άρθρο του κριτικού Τέρι Τίτσαουτ –με τίτλο «Μπορεί να σωθεί η τζαζ;»– στη Wall Street Journal της 9ης Αυγούστου. Παλιός θιασώτης της τζαζ, ο κ. Τίτσαουτ σύγκρινε τις καλλιτεχνικές προόδους της και την πτώση της δημοτικότητάς της, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι «δεν είναι πλέον δυνατό να στρουθοκαμηλίζουμε και να παριστάνουμε ότι αυτή η μεγάλη αμερικανική μορφή τέχνης είναι οικονομικά υγιής ή ότι το μέλλον της δεν φαίνεται σκοτεινό».
Προφήτες δεινών
Η τζαζ έχει με το παραπάνω το μερίδιό της από προφήτες δεινών, κι έτσι ο θρήνος αυτός φάνηκε κάπως οικείος. Ομως ο κ. Τίτσαουτ ήρθε οπλισμένος με στοιχεία από την Arts Participation 2008, μια πρόσφατη έρευνα της National Endowment for the Arts. Πραγματοποιημένη σε συνεργασία με την αμερικανική Στατιστική Υπηρεσία, η έρευνα βρήκε ότι μόνο το 9,8% των ενηλίκων σ’ αυτή τη χώρα δήλωσε ότι παρακολούθησε μια συναυλία τζαζ την περασμένη χρονιά. Το νούμερο που είχε σημειωθεί σε προηγούμενα χρόνια –το 1982, το 1992 και το 2002– ήταν πιο κοντά στο 10%. Η δημογραφική ανάλυση έδειξε σταθερή άνοδο στους άνω των 55 και καθοδική τάση σε όλους τους άλλους. (Σημειώθηκε επίσης μείωση προσέλευσης σε μουσεία, κλασικά κοντσέρτα και παραστάσεις μπαλέτου.)
Ο κ. Τίτσαουτ δεν ήταν ο μόνος που σήμανε συναγερμό: ο ιστορικός της τζαζ Τεντ Τζιόια έγραψε τον περασμένο μήνα στην ιστοσελίδα Jazz.com: «Η πιο πιθανή εξήγηση γι’ αυτούς τους αριθμούς είναι ότι πολύ λίγοι νέοι ανακαλύπτουν την τζαζ από τη δεκαετία του ’80 και μετά», γράφει. «Οι παλιοί φίλοι της τζαζ εξακολουθούν να την παρακολουθούν, αλλά οι έφηβοι και οι εικοσάρηδες δείχνουν πολύ μικρό ενδιαφέρον».
Πού να ψάξουν
Υπάρχει όμως ένα πλήθος περιστασιακών μαρτυριών για το αντίθετο, όπως έσπευσαν να παρατηρήσουν πολλοί μπλόγκερ και σχολιαστές, απαντώντας κυρίως στον Τέρι Τίτσαουτ. Προσπαθήστε να πάτε ένα βράδυ στο Village Vanguard ή στο Stone του ανατολικού Γκρίνουιτς Βίλατζ, όπου η αίθουσα γεμίζει ασφυκτικά σε κάθε συναυλία του ντράμερ - συνθέτη Τάισον Σόρεϊ. Ξύστε λίγο κάτω από την επιφάνεια και μπορεί να αρχίσετε να αναρωτιέστε μήπως ο κ. Τίτσαουτ και ο κ. Τζιόια δεν βλέπουν νέους ανθρώπους να ακούνε τζαζ επειδή δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν. Μπορεί επίσης να αρχίσετε να αμφιβάλλετε για την ίδια την έρευνα. Πάρτε, π.χ., μία από τις ερωτήσεις: «Εκτός από σχολικές παραστάσεις, πήγατε σε κανένα ζωντανό κοντσέρτο τζαζ τους περασμένους 12 μήνες;» Οσο άμεση κι αν φαίνεται, είναι πιο ομιχλώδης από το να ρωτήσεις αν κάποιος είδε ένα θεατρικό έργο, πήγε στην όπερα ή επισκέφθηκε μουσείο. Οπως το έθεσε ένας αναγνώστης στα online σχόλια, «Μου φαίνεται ότι εξαρτάται από το πώς προσδιορίζει κανείς την τζαζ».
Η τζαζ πάντα ήταν ένα είδος με διαπερατά όρια, και η διαμάχη γύρω από τον ορισμό της ποτέ δεν ήταν πιο έντονη όσο τα χρόνια που έχει καλύψει η έρευνα. Το 1982, όταν η παρακολούθηση συναυλιών αναφέρθηκε ότι έφτασε το 9,6%, η τζαζ μπορούσε να διεκδικεί ένα αρκετά μεγάλο μερίδιο από τα γκρουπ R&B όπως οι Crusaders, ακόμα και ο Kenny G., ο οποίος κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ εκείνη τη χρονιά.
Υψηλή τέχνη
Το 1992, όταν το ποσοστό ήταν 10,2%, ο όρος περιλάμβανε όχι μόνο ένα σύνολο γκρουπ που έπαιζαν bebop αλλά επίσης ένα ρεύμα μουσικής που την τροφοδοτούσαν τότε οι ραδιοφωνικές εκπομπές. Ο Kenny G. κυκλοφόρησε τότε το Breathless, το καλύτερο άλμπουμ του. Πολλοί φίλοι αυτής της μουσικής μπορεί να προσδιόριζαν την επιλογή τους τότε σαν ένα είδος τζαζ.
Το υψηλότερο νούμερο που καταγράφει η έρευνα, 10,8%, σημειώθηκε το 2002, αμέσως μετά την προβολή της ταινίας του Κεν Μπερνς «Τζαζ». Ενα από τα θέματα της ταινίας αφορούσε την πεποίθηση ότι η τζαζ είναι μια παράδοση με σαφείς παραμέτρους, και όταν απουσιάζουν ορισμένα στοιχεία παύει να είναι τζαζ. Ετσι, κατά μία έννοια ο κ. Τίτσαουτ έχει δίκιο να παρατηρεί ότι «ακριβώς επειδή η τζαζ θεωρείται σήμερα μια μορφή τέχνης υψηλού επιπέδου, οι δημιουργοί της αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα παρουσίασης, μάρκετινγκ και ανάπτυξης του ακροατηρίου όπως οι συμφωνικές ορχήστρες, οι θίασοι ρεπερτορίου και τα μουσεία τέχνης».
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά που την αγνοεί σχεδόν τελείως, ίσως επειδή το δίπολο που ενυπάρχει στην επιχειρηματολογία του (υψηλού επιπέδου τέχνη - χαμηλού επιπέδου τέχνη ή έντεχνη μουσική - ποπ) δεν βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση σ’ αυτό τον χώρο. Για πολλούς καλλιτέχνες της τζαζ, ιδίως εκείνους που γεννήθηκαν μετά το Γούντστοκ, η μουσική ενσωματώνει πολλές και ποικίλες επιρροές. Και επειδή οι όροι γίνονται αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης, συχνά προτιμούν να μη χαρακτηρίζουν τη μουσική τους, το ίδιο και οι οπαδοί τους.
Ετσι, το τρίο Medeski Martin & Wood, που εμφανίζονται στο εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του Down Beat, είναι ένα επιτυχημένο γκρουπ που δουλεύει περισσότερο στο κύκλωμα jam-band (μουσική τάση που αναμιγνύει διαφορετικά είδη και που ξεκίνησε με τους Grateful Dead) παρά στα τζαζ κλαμπ. Οι AlasNoAxis, με επικεφαλής τον ντράμερ Τζιμ Μπλακ, έχει ένα ακροατήριο που βρίσκεται πιο κοντά στη noise-rock συνιστώσα της μουσικής τους. Οι Blackout, με επικεφαλής τον βιμπραφονίστα Στέφον Χάρις, κυκλοφόρησαν μόλις ένα άλμπουμ που ξεκινάει με μια μελωδία του Γκέρσουιν προσαρμοσμένη σε ρυθμό go-go.
Πλήθος νέων
Το άρθρο του κ. Τίτσαουτ δημοσιεύτηκε το ίδιο Σαββατοκύριακο που γινόταν το Φεστιβάλ Τζαζ του Νιούπορτ στο Ρόουντ Αϊλαντ. Και στις τρεις σκηνές υπήρχαν πλήθος νεαροί ακροατές, μαζί με τους μεγαλύτερους. Ακουσαν τον 23χρονο ντράμερ Μάρκους Γκίλμορ να παίζει με το δυναμικό Vijay Iyer Trio· άκουσαν τον παππού του Γκίλμορ, τον αειθαλή 83χρονο ντράμερ Ρόι Χάινς, με το κουαρτέτο του που ονομάζεται Fountain of Youth. Και εκτός από εκείνους που παρευρέθησαν, υπήρχαν πολλοί άλλοι που άκουγαν από το ραδιόφωνο ή από το Ιντερνετ, χάρη στην πλήρη κάλυψη που υπήρχε.
Με δεδομένο ότι η ζωντανή τζαζ είναι δύσκολο να βγει έξω από τις μεγάλες πόλεις, οι προσπάθειες όπως αυτή ίσως είναι το πιο ελπιδοφόρο νέο για το κοινό της τζαζ. Οπως σημείωσε ο κ. Τζιόια, αλλά όχι ο κ. Τίτσαουτ, η έρευνα αναφέρει ότι πάνω από 47 εκατομμύρια Αμερικανοί ακούνε μουσική online κάθε εβδομάδα. Αυτή είναι πιθανότατα μια συντηρητική εκτίμηση – και αποτελεί ένα στατιστικό νούμερο που θα αυξηθεί πολύ, πέρα από τα γεωγραφικά και τα μουσικά σύνορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου