"Επειδή κοιμήθηκαν πολύ αργά, ξύπνησαν κατά το μεσημέρι και οι δυό με πονοκέφαλο. Δεν είχαν πια πολύ χρόνο γιατί το τρένο της Χριστίνας έφευγε νωρίς. Ήταν σιωπηλοί. Η Χριστίνα τακτοποίησε το νυχτικό της και το βιβλίο του Γκαίτε στην τσάντα της, φόρεσε πάλι τις ντεμοντέ μαύρες γόβες της και το αταίριαστο κολιέ στο λαιμό.
Λες και το βρώμικο φως του πρωινού έσπασε τη σφραγίδα της σιωπής τους, λες και μετά τη νύχτα της ποίησης ήρθε η μέρα της πρόζας, η κυρία Χριστίνα είπε τώρα τελείως απλά στο φοιτητή: "Ξέρεις, δεν πρέπει να μου κρατάς κακία, πραγματικά θα μπορούσα να πεθάνω. Ο γιατρός μου είπε μετά την πρώτη γέννα πως ποτέ πια δεν πρέπει να μείνω έγκυος".
Ο φοιτητής την κοίταξε απελπισμένα: "Και νομίζεις πως μαζί μου θα έμενες έγκυος; Για ποιόν με πέρασες;"
" Όλοι έτσι λένε. Όλοι έτσι μας καθησυχάζουν. Ξέρω τι έγινε με τις φιλενάδες μου. Τα νεαρά αγόρια σαν κι σένα είναι τρομερά επικίνδυνα. Κι άμα συμβεί κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει πια σωτηρία"
Της έλεγε με απελπισία στη φωνή πως δεν είναι κανένας άπειρος νεαρός και πως δεν θα την άφηνε ποτέ έγκυο. "Νομίζω πως δεν θέλεις να με παραλληλίσεις με τους διάφορους νεαρούς των φιλενάδων σου!"
"Ξέρω", είπε συμφωνώντας μαζί του και ζητώντας του σχεδόν συγγνώμη. Δεν χρειαζόταν ο φοιτητής να την πείσει άλλο, τον πίστευε. Δεν είναι δα κανένας επαρχιώτης και ξέρει για τον έρωτα ίσως περισσότερα απ' όλους τους μηχανικούς αυτοκινήτων του κόσμου. Ήταν μάλλον περιττό που τον απέφευγε τη νύχτα. Αλλά δεν λυπόταν γι αυτό. Η ερωτική βραδιά με κάποιο σύντομο έρωτα (η Χριστίνα δε μπορεί να φανταστεί το σαρκικό έρωτα παρά σα βιαστικό και σύντομο) της φαίνεται βέβαια σαν κάτι όμορφο, αλλά και επικίνδυνο και δόλιο. Αυτό που έζησε με το φοιτητή ήταν ασύγκριτα καλύτερο.
Τη συνόδεψε ως το σταθμό κι αυτή λαχταρούσε πια να κάθεται στο κουπέ μόνη με τις αναμνήσεις της. Με τον πρακτικό εγωκεντρισμό της απλής γυναίκας επαναλάμβανε στον εαυτό της οτι έζησε κάτι που κανείς δεν μπορεί να της το πάρει: έζησε ολόκληρη βραδιά μ' ένα νεαρό που πάντα της φαινόταν φανταστικός, άπιαστος κι απόμακρος και τον κρατούσε όλη τη νύχτα απ' το στητό ερωτικό του μέλος. Ναι, όλη τη νύχτα! Κάτι τέτοιο αλήθεια δεν το έζησε ποτέ της. Ίσως δεν τον ξαναδεί πια, δεν σκέφτηκε όμως ποτέ πως θα μπορούσε να τον βλέπει πάντα. Ήταν ευτυχισμένη με την ιδέα οτι θα κρατούσε από αυτόν κάτι το μόνιμο: τους στίχους του Γκαίτε με την απίστευτη αφιέρωση, που μπορεί οποτεδήποτε να της πιστοποιεί πως η περιπέτειά της δεν ήταν όνειρο.
Αντίθετα, ο φοιτητής ήταν απελπισμένος. Θα έφτανε να πει τη νύχτα μια μόνο λογική φράση! Θα έφτανε να αποκαλέσει τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα και θα μπορούσε να την έχει! Αυτή φοβόταν να μην πιάσει παιδί κι αυτός νόμιζε πως την τρομάζει η απεραντοσύνη της αγάπης της! Αναλογιζόταν την άβυσσο της ανοησίας του κι ήθελε να καγχάσει μ' ένα γέλιο υστερικό και δακρύβρεχτο!
Γυρνούσε απ' το σταθμό στη χωρίς ερωτικές βραδιές έρημό του και η πικρή θλίψη litost τον ακολουθούσε."
Μια από τις συγκλονιστικότερες μυθιστορηματικές στιγμές του έργου του Μίλαν Κούντερα και από το "ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ" σε μετάφραση Αντρέα Τσάκαλη, επιμέλεια Εμμανουήλ Μοσχονά και τις εκδόσεις "Οδυσσέας", 1982 στην πρώτη έκδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου