Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Στη Δύση Ξανακούγοντας έναν παλιό δίσκο. ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ

Δε μπόρεσα ν΄αντισταθώ στη γοητεία και ''την αίσθηση της καστανής, βρεγμένης γης στις άδειες εκτάσεις της Μεσευρώπης, την έρημη κι άδεια θάλασσα του Τριστάνου και της Ιζόλδης που αναφέρει ο Έλιοτ''  όπως μας γράφει ο αγαπημένος Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Συγκλονίστηκα από τις εικόνες που μούφερε στο μυαλό το κείμενό του και ταξίδεψα κυριολεκτικά χαμένος στην αγαπημένη μου Μεσευρώπη , του Δούναβη, της Αυστροουγγαρίας και του Στράους συντροφιά με τη μουσική του πρόταση. Είμαι χαμένος ακόμη, δε μπορώ να αρθρώσω λέξη, ταξιδεύω και διατρέχω όλη τη λατρεμένη μου ήπειρο με μουσικές στ΄αυτιά μου με εικόνες στο νου...
Παραθέτω αυτούσιο το υπέροχο κείμενο. 

''Τον τελευταίο καιρό, η έγνοια της δουλειάς και η ατμόσφαιρα της πόλης με έχουν απομακρύνει από ό,τι κάνει ωραία τη ζωή: την Τέχνη, τους φίλους, τα ταξίδια. Αλλά, μια σύμπτωση, συχνά με αποζημιώνει. Στο μάρμαρο του μπάνιου, δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ξανά παρατημένο ένα παλιό μου CD: Τα τέσσερα τελευταία τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους με την Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ, στην κλασική ηχογράφηση του Szell (1966).
Αν και δεν έχει τον απαλό ίλιγγο (τόσο απαλό που μοιάζει με τρέμισμα του αέρα) στην κορυφαία εκτέλεση της Γκούντουλα Γιάνοβιτς με τον Κάραγιαν (1973), αυτή εδώ είναι η εκτέλεση που αγάπησα - και τώρα την ξανακούω καταλαβαίνοντας καλύτερα. Διότι αυτά τα τέσσερα ποιήματα που μοιάζουν με αποχαιρετισμό στη ζωή καθώς πέφτει η νύχτα (η πατρίδα του ρομαντισμού) αλλιώς τα καταλαβαίνει ένα παιδί κι αλλιώς ένας προχωρημένος ενήλιξ.
Τα έγραψε ο Ρίχαρντ Στράους στα 86 χρόνια του, για να παιχτούν μετά την αποδημία του. Τα τρία βασίζονται σε ποιήματα του Χέρμαν Έσσε, το τέταρτο και καλύτερο είναι πάνω σε στίχους ενός πιο άδοξου ρομαντικού ποιητή, του Γιόζεφ φον Άιχεντορφ. Μιλούν για την κούραση της περιπλάνησης, τη βροχή του Σεπτέμβρη σε έναν κήπο που πεθαίνει (η «σπασμένη σέρα» του Καρυωτάκη), την ήσυχη ενατένιση της μέρας που τελειώνει, διπλώνοντας τον κόσμο σαν λουλούδι (ολόιδια αίσθηση ανακαλεί η «Πρωτομαγιά» του Βιζυηνού και όλοι σχεδόν οι Έλληνες της «Χαμηλής Φωνής») - με λίγα λόγια: είναι το αντίο του κόσμου, με αξιοπρέπεια, αποδοχή, γαλήνη.
Τα έγχορδα (σαν θάλασσα, βαθύς κυματισμός), το όμποε και το κόρνο αναπτύσσουν τεράστιες μουσικές προτάσεις που εκρήγνυνται και σβήνουν με την υπόκωφη δύναμη του παφλασμού - σαν να ακούς από μακριά τον ωκεανό. Δημιουργούν την αίσθηση της καστανής, βρεγμένης γης στις άδειες εκτάσεις της Μεσευρώπης, την «έρημη κι άδεια θάλασσα» του Τριστάνου και της Ιζόλδης που αναφέρει ο Έλιοτ -τοπία που ο Φρίντριχ έκανε ζωγραφική και ο Γκέοργκ Τρακλ στίχους. Πάνω από αυτό το βαθύ, πυκνό ύφασμα, η γυάλινη φωνή της σοπράνο λάμπει σαν ακτίνα λέιζερ: κάτι σκληρό και ολόφωτο. Όπως η ζωή.
Ακούω, λοιπόν, σχεδόν κάθε πρωί αυτό το CD και κατά κάποιον τρόπο παρηγοριέμαι. Θα περάσει κι αυτό!
Σας μεταφράζω βιαστικά (από τα αγγλικά) τους στίχους του Άιχεντορφ για το τέταρτο και τελευταίο τραγούδι.

  
Στη Δύση - Im Abendrot
Περάσαμε μέσα από χαρές και λύπες
χέρι χέρι
Τώρα μπορούμε να ξεκουραστούμε από την περιπλάνηση
πάνω στην ήσυχη γη
Γύρω μας οι κοιλάδες απλώνονται
ο αέρας σκοτεινιάζει
Μόνο δυο κορυδαλλοί ζυγιάζονται
ονειρικά στη λεπτή ατμόσφαιρα
Έλα κοντά μου και άσ' τους να πετάνε
σύντομα θα 'ναι ώρα για ύπνο
Ας μη χάσουμε τον δρόμο μας
σ' αυτή την ερημιά
Α, πλατιά, ήσυχη γαλήνη
τόσο βαθιά στο δειλινό!
Πόσο μάς κούρασε η περιπλάνηση''
μήπως αυτό είναι ο θάνατος;
 http://www.lifo.gr/mag/columns/3468

Δεν υπάρχουν σχόλια: